
Ο πρόωρος τοκετός εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις δημόσιας υγείας παγκοσμίως. Κάθε χρόνο, ένα στα δέκα νεογνά –περίπου 13,4 εκατομμύρια παιδιά– γεννιέται πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η προωρότητα είναι η κυριότερη αιτία θανάτου παιδιών κάτω των πέντε ετών και συνδέεται με μακροχρόνιες επιπλοκές υγείας.
Στην Ελλάδα, το πρόβλημα εμφανίζεται ακόμη πιο έντονο: το ποσοστό προωρότητας φτάνει το 12,3% των γεννήσεων. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024, από τις 68.467 γεννήσεις στη χώρα, περίπου 8.400 νεογνά ήρθαν στον κόσμο πρόωρα. Οι οικογένειές τους βιώνουν μια δύσκολη και συχνά αβέβαιη καθημερινότητα μέσα στις Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών (ΜΕΝΝ).
Τα παραπάνω δεδομένα εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο υπογεννητικότητας, καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής μείωση του αριθμού των γεννήσεων στη χώρα. Παράλληλα, αυξάνονται οι πρόωροι τοκετοί, γεγονός που εντείνει την ανάγκη για εξειδικευμένη νεογνολογική φροντίδα και προληπτικές παρεμβάσεις.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ελληνικής Νεογνολογικής Εταιρείας, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προωρότητας, στις 27 Νοεμβρίου (ώρα 18:00) θα πραγματοποιηθεί στο ΚΕ.Δ.Ε.Α. υβριδική ημερίδα με τίτλο «Από το πρόωρο νεογνό για το πρόωρο». Στην εκδήλωση θα συμμετάσχουν επαγγελματίες υγείας από ΜΕΝΝ όλης της χώρας, καθώς και γονείς και παιδιά που γεννήθηκαν πρόωρα. Το φετινό μήνυμα, «Ας δώσουμε στα πρόωρα μωρά ένα δυναμικό ξεκίνημα για ένα φωτεινότερο μέλλον», υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον για τα πρόωρα νεογνά και τις οικογένειές τους.
Έλλειψη οργανωμένων περιγεννητικών κέντρων
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος της Ελληνικής Νεογνολογικής Εταιρείας, καθηγητής Παιδιατρικής-Νεογνολογίας του ΑΠΘ, Γιώργος Μητσιάκος, τονίζει ότι η Ελλάδα, παρά την πρόοδο στη νεογνολογία, εξακολουθεί να υστερεί σε κρίσιμες υποδομές.
«Η χώρα μας συνεχώς βαίνει σε όλο και χειρότερες μέρες όσον αφορά την υπογεννητικότητα. Πέρσι είχαμε περίπου 68.460 γεννήσεις, από τις οποίες οι 8.500 ήταν πρόωρες – δηλαδή ποσοστό 12,3%. Το ποσοστό αυτό ξεπερνά τον παγκόσμιο μέσο όρο του 10% που δίνει ο ΠΟΥ», αναφέρει.
Ο κ. Μητσιάκος σημειώνει ότι, αν και η περιγεννητική φροντίδα έχει σημειώσει «μεγάλα άλματα», παραμένουν σοβαρές ελλείψεις. «Η έλλειψη οργανωμένων περιγεννητικών κέντρων, τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία, είναι ένα από τα μείζονα ζητήματα. Η Πολιτεία πρέπει να το λάβει σοβαρά υπ’ όψιν και να το λύσει, για να μπορέσει να δώσει τη μέγιστη δυνατή φροντίδα τόσο στην έγκυο όσο και στο πρόωρο νεογνό, που ξεκινάει τη ζωή του με πολύ άσχημες συνθήκες».
Τονίζει, επίσης, ότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο η αντιμετώπιση της προωρότητας αλλά και η μείωσή της. «Θα πρέπει να θέσουμε ως στόχο τη μείωση της προωρότητας στη χώρα, η οποία ξεπερνά τον μέσο όρο που δίνει ο ΠΟΥ. Η προωρότητα δεν προκύπτει από έναν μόνο παράγοντα – πολλοί συμβάλλουν. Άρα, ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Κατά τη δική μας εκτίμηση, ευθύνη της Πολιτείας είναι η καθολική, δωρεάν πρόσβαση όλων των γυναικών σε οργανωμένα περιγεννητικά κέντρα, έτσι ώστε κάθε πρόβλημα που έχουν κατά την εγκυμοσύνη να το προλαμβάνουν πριν την εμφάνισή του και, σε περίπτωση που εμφανιστεί, να αντιμετωπίζεται έγκαιρα».
Φροντίδα με επίκεντρο την οικογένεια
Το μοντέλο Family-Centered Care (FCC) αποτελεί σήμερα βασικό εργαλείο για τη στήριξη των πρόωρων και άρρωστων νεογνών. Στις ΜΕΝΝ, η φιλοσοφία αυτή αναγνωρίζει τους γονείς ως σημαντικούς συνεργάτες στη φροντίδα, ενισχύει τον μητρικό θηλασμό και την ομαλή ανάπτυξη, μειώνει τον κίνδυνο λοιμώξεων και τη διάρκεια νοσηλείας, ενώ προάγει την ψυχοσωματική σχέση γονέα και νεογνού.
Η Ελληνική Νεογνολογική Εταιρεία επισημαίνει: «Οι επαγγελματίες υγείας των ΜΕΝΝ καθημερινά στηρίζουν τα νεογνά και τις οικογένειές τους, με σύμμαχο την επιστημονική γνώση, τη συνεχή εκπαίδευση και την ανθρωπιά. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ζωτικής σημασίας να ενώσουμε τις δυνάμεις μας – Πολιτεία, υγειονομική κοινότητα και κοινωνία στο σύνολό της – για να προσφέρουμε στα πρόωρα μωρά ένα δυναμικό ξεκίνημα και ένα πραγματικά φωτεινότερο μέλλον».